- ευκρόκαλος
- εὐκρόκαλος, -ον (Α)γεμάτος χαλίκια, πέτρες, βότσαλα («εὐκρόκαλος ὄχθη», Νόνν.).[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + κροκάλη «χαλίκι»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἐυκροκάλοιο — ἐυκρόκαλος pebbly masc/fem/neut gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐυκροκάλοισι — ἐυκρόκαλος pebbly masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐυκροκάλου — ἐυκρόκαλος pebbly masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐυκροκάλων — ἐυκρόκαλος pebbly masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐυκροκάλῳ — ἐυκρόκαλος pebbly masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)